Ενούρηση

Η απώλεια ούρων είναι ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο κατά την παιδική ηλικία. Στην ηλικία των εφτά ετών, τρία στα είκοσι παιδιά βρέχουν το κρεβάτι τους. Τρία στα σαράντα παιδιά μπορεί να εμφανίζουν απώλεια ούρων κατά τη διάρκεια της μέρας. Το όριο πέρα από το οποίο η κατάσταση αυτή ορίζεται σαν πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με τη θεώρηση των εκάστοτε ειδικών αλλά και με τον τρόπο που η οικογένεια το διαχειρίζεται. Έτσι, σε μια οικογένεια στην οποία το παιδί δεν έχει καταφέρει να εκπαιδευτεί στην τουαλέτα μέχρι τα τέσσερα χρόνια του μπορεί να επικρατεί μεγάλη ανησυχία. Σε μια άλλη οικογένεια, στην οποία οι γονείς είχαν και οι ίδιοι αργήσει ν’ αποκτήσουν έλεγχο της ούρησης, ακόμα κι ένα δεκάχρονο παιδί που συνεχίζει να βρέχει το κρεβάτι του δεν αποτελεί πρόβλημα.


Το ένα τρίτο των παιδιών ηλικίας δύο ετών έχει ήδη εκπαιδευτεί στην τουαλέτα. Η τυπική εξέλιξη αυτής της διαδικασίας είναι να καταφέρει το παιδί να κρατάει τα κακά του κατά τη διάρκεια του ύπνου και αργότερα, να μάθει να ζητά να πάει στην τουαλέτα στη διάρκεια της ημέρας. Στη συνέχεια το παιδί αποκτά έλεγχο της ούρησης κατά τη διάρκεια της ημέρας και, τελικά, έλεγχο της ούρησης κατά τον ύπνο.

Τα περισσότερα παιδιά καταφέρνουν να κατακτήσουν αυτά τα στάδια μέχρι τον τρίτο χρόνο ζωής. Τα προβλήματα που αφορούν την απώλεια ούρων αφορούν πιο συχνά τα αγόρια απ’ ότι τα κορίτσια, σε αναλογία τέσσερα προς ένα στην ηλικία των πέντε ετών. Αυτό εξηγείται εν μέρει από την πιο αργή ωρίμανση των φυσιολογικών μηχανισμών της απέκκρισης στα αγόρια.


Αναφερόμαστε στην ενούρηση όταν ένα παιδί μεγαλύτερο των πέντε ετών παρουσιάζει συχνά επεισόδια απώλειας ούρων, όταν βρέχει δηλαδή τα ρούχα του ή το κρεβάτι του.

Η ενούρηση μπορεί να έχει δύο μορφές:
  • Είτε να εμφανίζεται αιφνίδια, ενώ το παιδί έχει καταφέρει ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα να μην φορά πάνες. Σ’ αυτή την περίπτωση συχνά προκύπτει ότι μεσολάβησε κάποιο γεγονός που προκαλεί άγχος στο παιδί ή την οικογένεια.
  • Είτε να πρόκειται για μια μόνιμη κατάσταση, που σημαίνει ότι το παιδί δεν έχει καταφέρει ακόμα να κατακτήσει τον έλεγχο της ούρησης.

Όταν ένα παιδί παρουσιάζει ενούρηση, χρειάζεται πρώτα να γίνει παιδιατρικός έλεγχος ώστε να αποκλειστούν προβλήματα οργανικής φύσης. Θα πρέπει να διερευνηθεί για παράδειγμα η πιθανότητα να υπάρχει μία χρόνια λοίμωξη του ουροποιητικού, μια ανατομική ανωμαλία ή κάποια νευρολογική ή ενδοκρινική διαταραχή. Αν ο οργανικός έλεγχος δείξει ότι όλα είναι φυσιολογικά, τότε θεωρούμε την ενούρηση λειτουργική. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορούμε να σκεφτούμε ότι το πρόβλημα συνδέεται με την κληρονομικότητα, την έκκριση ορμονών και τους βιολογικούς ρυθμούς του παιδιού. Επιπλέον, φαίνεται ότι η λειτουργική ενούρηση σχετίζεται με το στρες, αλλά και με έντονες δυσκολίες στην οικογένεια ή το σχολείο. Ένα εξάχρονο αγόρι που γνώρισα πρόσφατα, εμφάνισε ενούρηση όταν στο σχολείο άλλαξε τμήμα και χρειάστηκε ν’ αποχωριστεί το δίδυμο αδερφάκι του.

 

Η ενούρηση μπορεί να εμφανίζεται μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή μόνο την ημέρα, ή και τα δύο. Το βράδυ, συνήθως το παιδί έχει απώλεια ούρων μισή ώρα μέχρι τρεις ώρες αφότου κοιμηθεί. Αλλά κι αυτό είναι σχετικό.

 

Σίγουρα οι τιμωρίες δεν βοηθούν. Το παιδί έτσι κι αλλιώς δεν έχει τον έλεγχο αυτής της κατάστασης. Οτιδήποτε επιχειρήσει η οικογένεια σαν τρόπο επίλυσης τους προβλήματος απαιτεί συνήθως ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι ν’ αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Από τη στιγμή που το πρόβλημα θα γίνει ιδιαίτερα δύσκολο για ένα τουλάχιστον μέλος της οικογένειας, τότε θα είναι καλό να ζητήσουν οι γονείς τη συνδρομή ενός ειδικού.

 

Συχνά αναφαίνεται ότι η ενούρηση δεν είναι ένα πρόβλημα που αφορά μόνο το παιδί αλλά επηρεάζει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Μπορεί δηλαδή να προκύψει το θέμα της διαπραγμάτευσης των ορίων και των ρόλων ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς. Μπορεί ακόμα να μπερδεύονται δύσκολα συναισθήματα όπως η ντροπή και οι ενοχές, το άγχος ότι κάτι δεν πάει καλά και η ανησυχία μήπως τυχόν το πρόβλημα διαιωνιστεί. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα είναι βοηθητική η οικογενειακή θεραπεία.

Τρεις είναι οι επιλογές που συνήθως προτείνουμε στην οικογένεια. Η πρώτη είναι η αναμονή μέχρις ότου η ενούρηση να υποχωρήσει με το πέρασμα του χρόνου. Οι στατιστικές δείχνουν ότι ένα με δύο στα δέκα παιδιά με ενούρηση, κάθε χρόνο, καταφέρνουν να υπερνικήσουν το πρόβλημα χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια. Η δεύτερη επιλογή είναι οι λεγόμενες συμπεριφορικές παρεμβάσεις. Προτείνουμε δηλαδή ένα σταθερό πρόγραμμα που αφορά τη λήψη υγρών και την ούρηση. Μπορεί να συζητήσουμε με τους γονείς τρόπους ώστε να ξυπνά το παιδί μια συγκεκριμένη ώρα τη νύχτα για να ουρήσει. Σ’ αυτό το πλαίσιο ίσως να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμος ο συναγερμός ενούρησης. Πρόκειται για μια συσκευή η οποία ξυπνά το παιδί με το που αρχίζει η απώλεια ούρων. Κατ’ αυτό τον τρόπο το παιδί μαθαίνει να προφταίνει να ξυπνήσει προτού χρειαστεί να χτυπήσει ο συναγερμός. Η τρίτη και τελευταία επιλογή, όταν τα προηγούμενα φαίνεται να μην επαρκούν, είναι η χορήγηση φαρμάκου.


Δημήτρης Φιλοκώστας, Παιδοψυχίατρος
Θεσσαλονίκη