Το άλλο μισό της Βίας
        Τα φαινόμενα βίας φαίνεται να μας απασχολούν ολοένα συχνότερα, στην τηλεόραση, το σχολείο, την οικογένεια. Ήθελα να μοιραστώ τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου μαζί σας, όχι από τη θέση μιας αυθεντίας αλλά μέσα από την επιθυμία να ξεκινήσει ένας διάλογος απέναντι σε όσα σήμερα μπορεί να μας ανησυχούν.

Η μητέρα ενός δεκαπεντάχρονου, μου ανέφερε ότι προσπαθεί να τον αποτρέψει από το να είναι στο ίντερνετ όλη μέρα. Όταν εκείνη πάει να κλείσει τον υπολογιστή, τότε ο γιος της την πιάνει από τα μαλλιά και την τραβάει, για να την υποχρεώσει να φύγει. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι πριν δύο χρόνια, όταν ο γιος της ήταν πιο μικροκαμωμένος και μπορούσε να τον ξεπεράσει σε δύναμη, όταν τον έβλεπε να παραμένει στον υπολογιστή για πολλές ώρες, τον έπιανε από τα μαλλιά και τον τραβούσε, για να τον υποχρεώσει να κάνει τα μαθήματά του. Το αίτημά της ήταν να της προτείνω κάποιον τρόπο για να κάνει τον γιο της να διαβάζει.

Συχνά οι γονείς -αλλά και οι εκπαιδευτικοί- ζητούν συμβουλή, μπλεγμένοι σε ηθικά διλήμματα του τύπου:

-Αν ασκώ έλεγχο στο παιδί, με τιμωρίες, μετά έχω ενοχές, επειδή σκέφτομαι ότι δεν είμαι καλός γονιός”.

-Αν αφήσω το παιδί μου ελεύθερο, να κάνει ό,τι εκείνο νομίζει, μετά αισθάνομαι ενοχές, επειδή σκέφτομαι ότι είμαι αδύναμος, ότι το παιδί μου μ' έχει καβαλήσει”.

Μια Οπτική για τη βία, μέσα από τη γλώσσαi

 Η βία είναι η περιγραφή μιας σχέσης. Μια συστημική οπτική απέναντι στα βίαια φαινόμενα στην οικογένεια, το σχολείο και το κοινωνικό γίγνεσθαι αποκαλύπτει το άλλο μισό της βίας στη μεταφορά του ελέγχου και της δύναμης: Κάθε φορά που θυμώνω και αισθάνομαι υποχρεωμένος να επιτεθώ, λεκτικά ή σωματικά, είναι επειδή χρειάζεται να επανακτήσω τον έλεγχο, να νικήσω μέσα σε μια σχέση που ορίζω ως ανταγωνιστική.

Ο θυμός μου έχει να κάνει με ιδέες για τον άλλον, οι οποίες επικεντρώνονται σε ηθικές κρίσεις, αξιολογήσεις και διαγνώσεις που μεγεθύνουν τη διαφορά ανάμεσά μας. Πρόκειται για τη γλώσσα που αναφέρεται στον άλλον σαν ένα πράγμα με ιδιότητες (“δύσκολο παιδί”, “κακός γονιός”, “χαζή συμμαθήτρια”, “υπερκινητικός μαθητής”, “είναι βίαιος” κ.ο.κ.) και όχι σαν έναν άνθρωπο με ανάγκες, με δυνατότητες και αδυναμίες, όχι σαν μια σχέση που χρειάζεται να της δώσω χώρο ώστε να τη νοηματοδοτήσω και να την κατανοήσω. Ακόμα και οι θετικές κρίσεις για τον άλλον μπορεί να σχηματίζουν παγίδες. Ένα αγόρι που δεχόταν επιθέσεις από τους συμμαθητές του παραδέχτηκε ότι δεν μπορεί να τους απαντήσει, ούτε καν για να προστατέψει τον εαυτό του. Όταν τον ρώτησα πώς το εξηγεί αυτό, απάντησε: “Η δασκάλα μου λέει ότι είμαι το καλύτερο παιδί της τάξης. Αν τον χτυπούσα, αν του απαντούσα, τότε θα γινόμουνα κι εγώ κακός, όπως εκείνος”.

Η γλώσσα που αναπαράγει τον μύθο της δύναμης αποκλείει την προσωπική ευθύνη για τις πράξεις μου. Πρόκειται για μια γλώσσα που δεν έχει επιλογές (“κάνω αυτό που πρέπει”, “η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση” κ.ο.κ.).

Η μεταφορά της δύναμης είναι επικίνδυνη, όχι μόνο επειδή πολλοί τη θεωρούν δεδομένη συνθήκη -και συνεπώς αυτοεκπληρώνεται-, αλλά κυρίως επειδή δεν επιτρέπει κανένα βαθμό ελευθερίας: Η μόνη επιλογή μου είναι να ασκήσω περισσότερο έλεγχο, ενώ στον άλλον δεν μπορώ να αναγνωρίσω παρά μόνο τη δυνατότητα να με υπακούσει.

Μια Οπτική για τη βία μέσα από ένα μοντέλο ανάπτυξης

 Η μεταφορά και η γλώσσα της δύναμης δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με το μοντέλο εξουσίας μιας κοινωνίας και με τις αξίες που αυτό το μοντέλο αναπαράγει.

Μοιάζει να ακούγεται ολοένα πιο επιτακτική η ανάγκη να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ανάπτυξης, με το να γίνουμε περισσότερο ανταγωνιστικοί, με συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες υπαγορεύονται από τεχνοκράτες που προωθούν τις αξίες της ελεύθερης αγοράς. Θα χρειαστεί να μιλήσουμε για τις κοινωνικές συνέπειες αυτών των αποφάσεων παίρνοντας σαν παράδειγμα τις αλλαγές που έχουν συμβεί, υπό την επίδραση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, στις ανεπτυγμένες, μετα-βιομηχανικές κοινωνίες, όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Το νεοφιλελεύθερο σύστημα αξιών έχει χτιστεί γύρω από την ιδέα ότι χρειάζεται να επικεντρωθούμε στις επιθυμίες του ατόμου, ώστε να έχει πρόσβαση στην ελεύθερη αγορά και το ελεύθερο εμπόριο. Θεωρεί ότι όταν το άτομο απελευθερωθεί από την κρατική εξουσία, τότε θα είναι ελεύθερο να εκπληρώσει τις επιθυμίες του. Το άτομο υπάρχει για την αγορά -και όχι το αντίστροφο- με την έννοια ότι είναι καλό να συμμετέχεις στην αγορά, και ότι όσοι δεν συμμετέχουν έχουν αποτύχει κατά κάποιον τρόποii.

Μία συνέπεια αυτής της μετάβασης, από τις αξίες του συνόλου προς τις ατομικές αξίες, είναι η απογύμνωση του ανθρώπου από “σχέσεις εξάρτησης” και η απομόνωση του προσωπικού του χώρου. Υπό το πρίσμα της αυτονόμησης, οι υποχρεώσεις απέναντι στον άλλον και η αρμονία στις σχέσεις της ευρύτερης κοινότητας μοιάζουν περισσότερο με εμπόδια παρά με απαραίτητες συνθήκες. Επιπλέον, γίνεται επιβεβλημένη η επιθυμία για αυτάρκεια, η οποία στην ελεύθερη αγορά σημαίνει: “Να έχω τα μέσα - τη δύναμη - ώστε να μπορώ να απολαμβάνω υπηρεσίες και αγαθά”. Αναπτύσσεται μία “ηθική βασισμένη στη διασκέδαση” η οποία θεωρεί στόχο την απόλαυση παρακάμπτοντας την έννοια της ευθύνης. Το να διασκεδάζεις έχει καταστεί υποχρεωτικό - με το έμμεσο μήνυμα, ως κουλτούρα, ότι κάποιος που δεν διασκεδάζει θα πρέπει να αισθάνεται ντροπή. Η αύξηση των δυνατοτήτων για ερεθίσματα, έχει καταστήσει τη βίωση έντονων απολαύσεων περισσότερο εξεζητημένη, δημιουργώντας μια πίεση ώστε να διευρυνθούν τα όρια του αποδεκτού και του επιθυμητού. Αναπτύσσονται σταδιακά ποικίλες υποκουλτούρες ανθρώπων που δεν έχουν πρόβλημα με το να πίνουν σε υπερβολικό βαθμό, να βιαιοπραγούν για ευχαρίστηση, να λαμβάνουν ναρκωτικές ουσίες και να επιδίδονται σε σεξουαλικές ακρότητεςiii.

Παράλληλα, σε συνάρτηση με τις αξίες ενός συστήματος που προβάλλει το άτομο αντί για την οικογένεια, μια ματιά σε μελέτες για τις πλούσιες δυτικές χώρες, δείχνει ότι:

  • Η εκτεταμένη οικογένεια διαλύεται, ενώ αυξάνονται τα διαζύγια.

  • Αυξάνεται ο αριθμός των οικογενειών με έναν μόνο γονέα, κάτι που συχνά αυξάνει τη συναισθηματική φόρτιση που αφορά τη σχέση με τα παιδιά. Όπως επίσης, αυξάνεται ο αριθμός των οικογενειών με ένα παιδί, που επίσης μπορεί να αυξάνει τη συναισθηματική φόρτιση στη σχέση του παιδιού με τους γονείς.

  • Οι ώρες εργασίας των γονέων γίνονται πολύ περισσότερες, ενόσω μειώνεται ο συνολικός χρόνος που περνούν τα παιδιά μαζί με τους γονείς.

  • Ο τρόπος ζωής στην οικογένεια διαμορφώνεται έτσι ώστε να είναι πιο συχνές οι μετακινήσεις, με συνέπεια να χάνονται οι ρίζες με την κοινότητα.

  • Ο τρόπος ζωής των παιδιών χαρακτηρίζεται από λιγότερη άσκηση, με το παιδί να μένει περισσότερες ώρες μέσα στο σπίτι, για λόγους ασφάλειας, και να απασχολείται περισσότερο με τον υπολογιστή και την τηλεόραση. Αλλάζουν οι συνήθειες διατροφής των παιδιών (λιγότερα φρούτα και λαχανικά και περισσότερη ζάχαρη, κορεσμένα λίπη, αλάτι και χημικά συντηρητικά).

  • Συμβαίνουν αλλαγές στην εκπαίδευση, οι οποίες επιτείνουν τη συνεχή αξιολόγηση των μαθητών και συνεπώς τον ανταγωνισμό. Πολλά αγόρια αποτυγχάνουν στη διαδικασία της αξιολόγησης, έναντι των κοριτσιών. Τα αγόρια αυτά, με την ταμπέλα του αποτυχημένου, του κακού μαθητή, του δύσκολου ή υπερκινητικού παιδιού, θα προσπαθήσουν να αντιρροπίσουν την αίσθηση ανεπάρκειας με τη συμμετοχή τους σε μια παρέα ομοίων, όπου θα βρουν αποδοχή και θα αντλήσουν ικανοποίηση μέσα από τον εκφοβισμό των συνομηλίκων, τις μικροκλοπές, τη χρήση αλκοόλ και καπνού, ή ακόμα και με την ωμή βία. Άλλα αγόρια θα καταφύγουν στη μοναχική ενασχόληση με τα παιχνίδια στο ίντερνετ και το facebook, όπου θα μπορούν να περνούν τον χρόνο τους υπνωτισμένα χωρίς να χρειάζεται να έρθουν σε ζωντανή διαντίδραση με κανένανiv.

  • Στα αγόρια, φαίνεται επιβεβλημένη η κυρίαρχη πεποίθηση ότι δεν θα πρέπει να δείχνουν τρυφερότητα, φόβο ή θλίψη υπακούοντας στα δυτικά στερεότυπα για τον άντρα. Ο άντρας χρειάζεται να είναι σωματικά δυνατός, συναισθηματικά ουδέτερος, δυναμικός, επιθετικός, και να μην μοιράζεται συναισθήματα με τους άλλους. Το μόνο συναίσθημα που επιτρέπεται, φαίνεται να είναι ο θυμός, που συχνά μπορεί να συνοδεύεται από σκληρότητα και βίαιες εκφράσεις. Όσα αγόρια δεν ταιριάζουν στο κυρίαρχο μοντέλο για τον άντρα αποκλείονται ή γίνονται στόχος εκφοβισμού και κοροϊδίας. Αντίστοιχα σε ό,τι αφορά τη γυναίκα αναπτύσσεται ο ρόλος της γυναίκας καριέρας, έναντι της γυναίκας-μητέρας. Τα κορίτσια που αισθάνονται να βρίσκονται στο περιθώριο, δείχνουν αγωνία για την εικόνα του σώματός τους, και μπορεί συχνά να εκδηλώσουν κάποια διατροφική διαταραχή. Υπακούοντας στην ηθική της διασκέδασης μπορεί να καταφεύγουν στη χρήση ουσιών και αλκοόλ. Αναφέρονται ολοένα συχνότερα εκδηλώσεις βίαιης συμπεριφοράς μεταξύ των κοριτσιών.v.

  • Η παιδική ηλικία εμπορευματοποιείται. Το παιδί γίνεται πλέον στόχος ως καταναλωτής. Αναπτύσσονται νέες εμπορικές ευκαιρίες που αφορούν την παιδική ηλικία, όπως είναι τα βιβλία-οδηγοί για γονείς και η φαρμακευτική αντιμετώπιση των προβλημάτων της συμπεριφοράς. Παρατηρούμε ότι οι μεταβολές αυτές συμβαίνουν σε μία εποχή κατά την οποία στενεύουν διαρκώς τα όρια εντός των οποίων θεωρούμε κάτι αποδεκτό, είτε ως συμπεριφορά στα παιδιά, είτε ως μέθοδο ανατροφής στους γονείς. Μοιάζει να είναι πιο δύσκολο από ποτέ απλά το να είσαι ένα “φυσιολογικό” παιδί ή ένας “καλός” γονιόςvi.



Πολλά παιδιά στις δυτικές κοινωνίες φαίνεται να ζουν μέσα σε ένα συναισθηματικό κενό, σε μια φτώχεια από συναισθήματα, όπου δεν υπάρχει κανείς να ανταποκριθεί στην ανάγκη για σεβασμό και αποδοχή, για ασφάλεια και συντροφιά. Τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα σύστημα αξιών που αναφέρεται σε νικητές και χαμένους, ολότελα εχθρικό απέναντι σε μια ηθική που αφορά την αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον για την κοινωνική αρμονία.

Αντί τα φαινόμενα βίας και παραμέλησης να προβληματίσουν τις δυτικές κοινωνίες ως προς τα μοντέλα αξιών μέσα στα οποία παράγονται, φαίνεται να επιβάλλεται μια βιολογική εξήγηση για τις δυσκολίες των παιδιών ή των γονέων, η οποία θέτει ως στόχο την φαρμακευτική αντιμετώπιση κάθε παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Οι ψυχιατρικές εξηγήσεις για τα προβλήματα συμπεριφοράς αυξάνονται συνεχώς επηρεάζοντας βαθιά τις ιδέες μας για την ελεύθερη βούληση και επιλογή αλλά και την προσωπική ευθύνη για τη συμπεριφορά μας. Στα αμερικανικά σχολεία, ένα στα πέντε λευκά αγόρια ηλικίας 10 ως 14 ετών λαμβάνει αγωγή για την υπερκινητικότητα. Τα λεγόμενα αντιψυχωσικά φάρμακα χορηγούνται όχι μόνο σε ενήλικες αλλά και σε παιδιά μικρότερα ακόμη και των τεσσάρων ετών. Μόνο κατά το έτος 2007, μισό εκατομμύριο παιδιά και έφηβοι επισκέφθηκαν κάποιον παιδοψυχίατρο και έλαβαν συνταγή με ένα τουλάχιστον αντιψυχωσικό φάρμακο. Από το 1993 μέχρι το 2008, 1200 παιδιά τα οποία λάμβαναν ένα συγκεκριμένο αντιψυχωσικό παρουσίασαν σοβαρές επιπλοκές, ανάμεσα στα οποία ήταν και 31 που πέθαναν. Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας έχουν την ευθύνη να κατανοήσουν ότι μέσα από τις θεραπευτικές τους επιλογές επηρεάζουν τη γλώσσα και, κατά συνέπεια, την αντίληψη της κοινωνίας σε σχέση με τις πολιτισμικές της αξίες.

Κι όμως, οι στατιστικές δείχνουν ότι στις κοινωνίες εκείνες όπου αυξάνεται το χάσμα ανάμεσα σε πλουσίους και φτωχούς, ή όπου συμβαίνουν απροσδόκητες κοινωνικές μεταβολές, οι διαταραχές του συναισθήματος και της συμπεριφοράς, όπως και τα φαινόμενα διαπροσωπικής βίας αυξάνονται. Όπου θεμελιώνονται πολιτικές βασισμένες στην ελεύθερη αγορά, εντείνεται η πίεση, ιδιαίτερα σε βάρος των γυναικών και των παιδιών. Επειδή οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες δεν έχουν πια πρόσβαση σε όσα ένα κράτος με κοινωνική πρόνοια θα μπορούσε να παρέχει, όπως σχολεία, στέγη, σύστημα υγείας, φροντίδα για μικρά παιδιά και ηλικιωμένα άτομαvii.

  Η Αντιμετώπιση της βίας απαιτεί κοινωνικές δράσεις και πολιτικές επιλογές

 Η καταπολέμηση της βίας, έχει σαν προϋπόθεση την άμεση απάντηση στις πολιτικές εκείνες που αναπαράγουν την κοινωνική αδικία. Όταν μιλάμε για τα φαινόμενα βίας σε βάρος των παιδιών δεν μπορούμε να παραβλέπουμε τα κοινωνικά προβλήματα που την αναπαράγουν και να επιμείνουμε σε μια συμπτωματική αντιμετώπισή της. Τα προβλήματα της συμπεριφοράς και του συναισθήματος σε παιδιά και ενήλικες μπορούν να αντιμετωπιστούνviii:

  • Με την υποστήριξη των κοινοτικών υπηρεσιών που ο ρόλος τους θα είναι να ανταποκρίνονται στις ανάγκες οικογενειών σε κρίση, σχηματίζοντας δίκτυα ανθρώπων και πόρων που θα προέρχονται από την ίδια την κοινότητα.

  • Με την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας, μέσα από πολιτικές ανακατανομής του πλούτου.

  • Με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων γονέων σε ό,τι αφορά το ωράριο της εργασίας.

  • Με την υποστήριξη πολιτικών και παρεμβάσεων που να θεμελιώνουν στην πράξη τις αρχές της ισότητας και της ισοτιμίας.

  • Με την προώθηση ενός νέου εκπαιδευτικού μοντέλου το οποίο θα στοχεύει στην ομαδική εργασία και τη συνεργασία ανάμεσα στους μαθητές. Το οποίο θα είναι σε θέση να εμπνεύσει τον διάλογο και τις αρχές της συλλογικότητας, ως απάντηση στα στερεότυπα και τις διακρίσεις.

 Μια ματιά, πέρα από την μεταφορά της δύναμης

 Οι επιλογές για να απαντήσουμε σε μια βίαιη συμπεριφορά είναι συνήθως δύο: Είτε λαμβάνουμε μια τιμωρητική θέση, κάτι που παρατηρούμε ότι συχνά οδηγεί σε κλιμάκωση του προβλήματος. Είτε απαντούμε με αμηχανία: με το να μην απαντήσουμε σ' αυτό το οποίο συμβαίνει, κάτι που μπορεί να οδηγήσει επίσης συχνά σε κλιμάκωση του προβλήματοςix. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τα παιδιά. Δυσκολεύονται να διαχειριστούν τον θυμό τους, ή τον θυμό του άλλου, όπως κι εμείς.

Μια εναλλακτική απάντηση στη βία έχει σαν βάση της τις αρχές της Μη Βίαιης Αντίστασης και επιλέγει τη γλώσσα και τις ιδέες που διέπουν τη Μη Βίαιη Επικοινωνία. Το χαρακτηριστικό αυτής της προσέγγισης είναι ότι περνά από τη μεταφορά του ελέγχου και της δύναμης σε μια διαφορετική θέση η οποία έχει να κάνει με την κατανόηση των αναγκών του άλλου, την επιδίωξη της εγγύτητας και το αίτημα για σεβασμό και αποδοχή.

Η Μη Βίαιη Αντίσταση, ως πρακτική έχει εφαρμοστεί σε οικογένειες με εφήβους που έχουν βίαιη συμπεριφορά είτε απέναντι στους γονείς τους είτε απέναντι στα αδέρφια τους. Η φιλοσοφία της Μη Βίαιης Αντίστασης είναι πως:

Όταν ένα άτομο ή μια ομάδα παραιτείται από την πάλη, τότε οπωσδήποτε συνεισφέρει στη διαιώνιση της βίας”.

Η πάλη όμως θα πρέπει να είναι μη βίαιη. Εκείνος που αντιστέκεται χωρίς βία, θα χρειαστεί να αποφύγει κάθε είδους φυσική ή λεκτική επίθεση αλλά και εκφράσεις ή χειρονομίες που μπορεί να αποκτήσουν το νόημα της ταπείνωσης ή της προσβολής.

Η απάντηση λοιπόν στο δίλημμα: “Περισσότερος έλεγχος ή αίσθηση αδυναμίας;” είναι: Όχι έλεγχος. Όχι αίσθηση αδυναμίας. Ο σκοπός της μη βίαιης αντίστασης δεν είναι να ελέγξεις τον άλλον, αλλά να αντισταθείς, μέσα από μια στάση αποδοχής και σεβασμού. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον άλλον, αλλά μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο απαντούμε στον άλλον.

Η μητέρα του έφηβου, που είχε θέμα με το ίντερνετ, μου περιέγραψε όσα έπραξε: Σταμάτησε να τον πιέζει να σταματήσει με τον υπολογιστή, επειδή αναγνώρισε ότι αυτό δεν βγάζει πουθενά. Σταμάτησε να ρωτάει τον γιο της “γιατί” συνέχεια. Και ζήτησε βοήθεια από τους δασκάλους του παιδιού, προκειμένου να μιλήσουν στο παιδί για την ανάγκη να παρακολουθήσει τα μαθήματά του. Δημιούργησε δηλαδή ένα δίκτυο, μέσα από το οποίο, δεν ήταν πια απαραίτητο να πιέζει συνέχεια η ίδια σε σχέση με τη μελέτη.

Η Μη Βίαιη Επικοινωνία στηρίζεται στην ιδέα ότι όλες μας οι εκφράσεις και πράξεις πηγάζουν από ανθρώπινες ανάγκες τις οποίες αποζητούμε να καλύψουμε. Όταν καταλάβουμε και αναγνωρίσουμε τις ανάγκες μας και τις ανάγκες του άλλου, τότε δημιουργούμε μια βάση για μια πιο ικανοποιητική σχέση - για μια βαθύτερη κατανόηση του άλλου και του εαυτού μας. Πρόκειται για μια γλώσσα η οποία αποφεύγει τις κρίσεις απέναντι στον άλλον και έχει σαν προϋπόθεσή της την ελευθερία της επιλογής. Όπως γράφει ο Μ. Ρόζενμπεργκ:

Το κάθε παιδί έχει τη δυνατότητα να κατακτήσει μια ηθική στάση βασισμένη στην αυτονομία και την εγγύτητα, έτσι ώστε να αναγνωρίζει την ευθύνη για τις πράξεις και τις επιλογές του και να κατανοεί παράλληλα ότι το να είσαι καλά σημαίνει το ίδιο με το να είναι οι άλλοι καλά” .


Χρειάζεται ν' αντλήσουμε γνώση από διαφορετικά μοντέλα που αφορούν το άτομο και την οικογένεια. Για πολλές μη δυτικές κοινωνίες, είναι η οικογένεια, και όχι το άτομο, που θεωρείται ως η βασική κοινωνική μονάδα. Η οικογένεια και η κοινότητα έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν στις ανάγκες των παιδιών όταν κάτι δεν πάει καλά. Υπάρχουν μοντέλα για τη θεραπεία που αντί να εστιάσουν την προσοχή σε μια εγκεφαλική δυσλειτουργία, αναφέρονται σε μια διαταραχή στην σωματική και κοινωνική ισορροπία. Αναζητούν την απάντηση στα συμπτώματα όχι σε μια κλινική οντότητα, αλλά σε μια μια διαδικασία. Μια τέτοια στάση, που επιδιώκει την αποκατάσταση μιας ισορροπίας με τη φύση, αντί για τον έλεγχο, έχει αντανάκλαση σε προσεγγίσεις που αφορούν τη δίαιτα, την άσκηση, την ενδυνάμωση του γονεϊκού ρόλου και την καθημερινότητα στην οικογένεια.

 Επίλογος

Η βία δεν μπορεί να έχει μία μόνο περιγραφή, ούτε και μπορούμε να περιοριστούμε σε μία μοναδική εξήγηση ή απάντηση για τη βία.

Ο Γκάντι έλεγε ότι:

Κανένας δεν μπορεί να με πληγώσει, αν εγώ δεν το επιτρέψω”.

Με μια μόνο φράση κατάφερε ν' απαντήσει στις χίμαιρες που συνοδεύουν τον μύθο του ελέγχου και της δύναμης. Ήταν μια καλή αρχή, ίσως.

Δημήτρης Φιλοκώστας

Παιδοψυχίατρος

 Βιβλιογραφία


i Rosenberg Marshall B. , (2003) Nonviolent Communication: A Language of Life, PuddleDancer Press

ii Neoliberalism: origins, theory, definition, http://web.inter.nl.net/users/Paul.Treanor/neoliberalism.html

iiiTimimi, S., (2010) The McDonaldization of Childhood: Children’s Mental Health in Neo-liberal Market Cultures, Transcultural Psychiatry Vol 47(5), σελ. 695

ivTimimi, S., (2010) The McDonaldization of Childhood: Children’s Mental Health in Neo-liberal Market Cultures, Transcultural Psychiatry Vol 47(5),σελ. 692

vTimimi S., Gardner Ν., McCabe B., (2011), The Myth of Autism, Palgrave Macmillan, σελ. 221-229

vi Timimi, S. (2005). Effect of globalisation on children’s mental health. British Medical Journal, 331, 37–39.

vii Pinheiro P.S. (2003), World Report on Violence against Children

viiiΤimimi, S., (2010) The McDonaldization of Childhood: Children’s Mental Health in Neo-liberal Market Cultures, Transcultural Psychiatry Vol 47(5),σελ. 702-703

ixWeinblatt U., Omer H., (2008 ).Non Violent Resistance, Journal of Marital and Family Therapy, Vol. 34, No. 1, 75–92